-
1 ἱζάνω
I causal, make to sit,ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Il.23.258
.II intr., sit,ἐν τῷ [κλισίῳ].. ἵζανον Od.24.209
, cf. Sapph. 2.3; settle, ;ἡ δρόσος ἱ. ἐπὶ δόνακας Philostr.Her.19.19
.2 of soil, settle down, subside,ἐπὶ τὸ κενούμενον Th.2.76
.
См. также в других словарях:
ιζάνω — (ΑΜ ἱζάνω, Α και αιολ. τ. ἱσδάνω) νεοελλ. κατακαθίζω αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθήσει, τοποθετώ, εγκαθιστώ, καθίζω 2. ιδρύω 3. (αμτβ.) κάθομαι, καθίζω τον εαυτό μου 4. (για το έδαφος) κατακαθίζω, καθιζάνω («ἱζάνοντος ἀεὶ ἐπὶ τὸ κενούμενον»).… … Dictionary of Greek